8.5.07

Christine


7.12.06

ΕΔΩΣΑ ΟΛΗ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ

Έδωσα όλη τη ζωή μου
σε ένα φως που με τυφλώνει
σε μια χαρά που με πληγώνει
στου λίγου χρόνου μου το χάδι.

Κι ήταν το φως βουβό σκοτάδι
κι ήταν ψευδαίσθηση η χαρά
μόνο η λεπίδα του φονιά
άστραψε μέσα στο κορμί μου.

Καθώς τραβάει ψυχρά το χέρι
στάθηκα ορθός και τον κοιτούσα
τα μάτια του που τ' αγαπούσα
μ' ελπίδα γέμισαν στο αίμα.

Κι είπα γι' αρχή πως ήταν ψέμα
τρέχω ξοπίσω να προλάβω
και δίχως να το καταλάβω
σφιχτά κρατάω το μαχαίρι.

Αν δε σκοτώσω την ελπίδα
πώς θα μπορέσω να πεθάνω;
πώς θα μπορέσω να με κάνω
μηδέν, να ξαναγεννηθώ;

1.12.06

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Τις μέρες πρώτες του χειμώνα αυτού, με τα κοντομάνικα να μπαίνουν σιγά σιγά στις κούτες ώσπου να 'ρθει η άνοιξη και την σηκωμένη τρίχα στο έβγα για τη δουλειά, ανασαίνω αναμνήσεις κοιτώντας φωτογραφίες.
Επανέρχονται σα μελωδίες σε ώρες ακατάλληλες, τηλεφωνήματα σε ώρες ακατάλληλες, γράμματα που δε θα 'θελες να έχεις λάβει, γράμματα που δε θα ήθελες να είχες στείλει εκεί που πήγαν τελικά.
Επανέρχονται σα φύλλα ξεραμένα στην πόρτα σου απ' τον αέρα, κολλάνε στη λάσπη που άφησαν τα παπούτσια σου και λυπάσαι να τα στριμώξεις σε μια πλαστική σακούλα.
Ανασαίνω αναμνήσεις κοιτώντας ανθρώπους να περνούν έξω από το παράθυρό μου και να ρίχνουν κλεφτές ματιές στα κάδρα των τοίχων του σαλονιού ανάμεσα στις κουρτίνες.
Ένα δέντρο έχει απομείνει μπροστά στην πόρτα μου και θυμάμαι ξεριζωμένα δέντρα, σπασμένα κι αναποδογυρισμένα δέντρα σε μια γωνιά, κι εγώ ανήμπορος να παρακολουθώ την καταστροφή-παιχνίδι η καταστροφή, παιχνίδι κι η ενοχή όσο η φωνή δεν τρέμει.
Κατά το μεσημέρι ονειρεύομαι όσπρια ζεστά στο πιάτο μου, μια κουταλιά λάδι κι ένα κρεμμύδι ξερό κομμένο στα δυο απάνω στο τραπέζι μαζί με το προχτεσινό ψωμί στο νάιλον τραπεζομάντιλο.
Ποτέ δεν περίμενα των πατεράδων μας οι ανάγκες να γίνονται όνειρα δικά μας και τα όνειρά τους καθημερινότητα αβάσταχτη, μήτε πως θα σε αναζητώ κρυμμένη σ' έναν πλάτανο το Δεκαπενταύγουστο στο πατρικό σου δίπλα.
Κι έτσι θυμάμαι πόσο παράξενα μοιάζουν τα μαύρα σύννεφα δίπλα στο λιμάνι καθώς οι μαύροι καπνοί των πλοίων θυμίζουν περισσότερο των τρένων τους καπνούς παρά των εξατμίσεων τις βρισιές στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους.
Θυμάμαι κι όσα όμορφα ανατέλλουν κάθε πρωί πίσω απ' το βουνό και στενοχωριέμαι που τόσες φορές, δυστυχώς, δεν αναρωτήθηκα τι να κρύβεται στην άλλη μεριά κι απέμεινε κρυμμένο και μονάχο του για χρόνια.
Τις μέρες -πρώτες- του χειμώνα αυτού, με τις φλοκάτες καθαρές και τα ξυπόλυτα πόδια μας να τρίβονται κρυφά στην άκρη του παπλώματος, δε θα θυμηθώ μόνη τη μέρα που σε πρωτοείδα - τα πόδια δεν υπάρχουν μόνο για να στέκεσαι, θυμήσου - μα και την μέρα την τελευταία.

9.8.06

Πρέσπες

ΑΤΙΜΟΙ

στο Θωμά Γκόρπα

Α, ρε ποιητές καργιόληδες
που με ξυπνήσατε δύο η ώρα τη νύχτα
και με σηκώσατε απ' το κρεβάτι
και μου πήρατε τα χρόνια πίσω
πάνω που είχα βρει κι εγώ έναν τρόπο να τα κονομήσω
να ξεσκίσω κόσμο
να ξεχάσω παιδικές φιλίες
να ανοίξω τα ποδαράκια της τύχης
και να βουτήξω μέσα
να πνιγώ στ’ αληθινά νερά κι όχι στης φαντασίας μου τ' απόνερα,
με σηκώσατε απ' το κρεβάτι
τρεις η ώρα τη νύχτα
με σύρατε ως τη βιβλιοθήκη
ως τη θάλασσα
ως τη μνήμη
και με ξεβρακώσατε στα μάτια των παιδιών μου
προτού προλάβω να γαμήσω τη ζωή μου
προτού προλάβω να τη δω να φεύγει ντροπιασμένη για την τόσο ανούσια ηδονή της τελευταίας λέξης.

8.8.06

ΑΘΩΟΤΗΤΑ

Πέρασα το απόγευμα πλένοντας τα πιάτα,
τακτοποιώντας το σπίτι, αγοράζοντας καφέ και γάλα.
Έτσι έχασα τη μέρα,
όπως έχανες κι εσύ το ρυθμό της ανάσας σου πολλές φορές σαν μιλούσες,
τότε που μου θύμιζες τα μικρά παιδιά
που δεν ξέρουν τι να πρωτοπούν και μπερδεύονται μετά από λίγες λέξεις στο στόμα.
Μ' αυτές τις μπερδεμένες ανάσες σου με γέλασες,
τότε που πίστευα πως είχες την αθωότητα ενός μικρού παιδιού,
τότε που δεν ήξερα
πως ό,τι παιδικό είχε απομείνει μέσα σου
ήταν εκείνες οι μπερδεμένες ανάσες σου
από την απληστία να πεις όλο και περισσότερα ψέματα.

Μια ολόκληρη μέρα μαζί - διήγημα


Δεν άργησα να περάσω το φανάρι καθώς, όπως πάντα μου συμβαίνει σε αυτό το δρόμο, κάποιος καλός άνθρωπος βρίσκεται να σταματήσει και να μου επιτρέψει το πέρασμα στην άλλη όχθη. Βλέπεις, σε έναν κεντρικό και πολυσύχναστο δρόμο όπως αυτόν, δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσει η ροή των αυτοκινήτων και των μηχανών άσχετα με την ώρα και τη μέρα, όσο και να ονειρεύεσαι πως τυχαίνει να είναι η ώρα του. Το φανάρι είναι ρυθμισμένο να επιτρέπει τη διέλευση των πεζών κάθε 7 λεπτά της ώρας και το κουμπί που έχει για να πατούν οι πεζοί που βιάζονται, ώστε να επισπευσθεί η εμφάνιση του Γρηγόρη, έχει εδώ και μήνες χαλάσει και κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να το επιδιορθώσει. Μπορείς να καταλάβεις ότι το να περιμένεις 7 λεπτά στο φανάρι είναι μια άκρως βασανιστική τιμωρία, τόσο στις 8 το πρωί που πρέπει να παρουσιαστείς όσο το συντομότερο στο γραφείο, όσο και στις 4 το απόγευμα που ανυπομονείς να φτάσεις στο σπιτάκι σου για να φας και να ξαπλώσεις. Βέβαια, θα μου πεις, ποιος τελειώνει τη δουλειά του στις 4 σήμερα και ποιος τρώει στο σπίτι του αφού δεν προλαβαίνει να μαγειρέψει; Ευτυχώς όμως, υπάρχουν ακόμα οι δημόσιοι υπάλληλοι που κρατούν τα προσχήματα του πενθημέρου σε αυτή την κοινωνία, υπάρχουν οι φοιτητές που τελείωσαν ένα βαρετό μεσημεριανό μάθημα, οι βάρδιες των εμπορικών καταστημάτων που τυχαίνει να σε πετύχουν στο ίδιο φανάρι, τα ταξί που δε σε παίρνουν αν δεν κατευθύνεσαι στο σπίτι του οδηγού τους γιατί πάνε για μεσημεριανή σιέστα ή για μπύρες στα σουβλατζίδικα κοντά στην Ακρόπολη.
Πέρασα λοιπόν από το αγαπημένο μου φανάρι σύντομα, και μάλιστα σήμερα ακόμα συντομότερα από κάθε άλλη φορά. Αρκεί να σκεφτείς ότι 7 λεπτά διαρκούν δυο τραγούδια που αγαπάς, 7 λεπτά κάνεις περίπου να διαβάσεις ένα ενδιαφέρον άρθρο από κυριακάτικο ένθετο, 7 λεπτά θα περιμένεις καθώς γράφει το χαρτάκι που πήρες στην ουρά της τράπεζας σε μια συνοικία εκτός του κέντρου της πόλης κι 7 λεπτά - δε χρειάζεται να το φιλοσοφήσουμε - αρκούν για να ερωτευτείς ξανά αυτήν την οπτασία που στέκεται δίπλα σου ανυπόμονη όπως κάθε μέρα σχεδόν, αφού δουλεύετε κοντά στο ίδιο άχαρο κτίριο που μονάχα η θέα του σε αποζημιώνει. Βέβαια, το αγαπημένο μου φανάρι, δεν είναι πάντοτε αγαπημένο, ειδικά όταν εκείνη είναι δίπλα μου τα πρωινά, καθώς θα ήθελα τα 7 λεπτά που κρατά το κόκκινο να τα ζω δίπλα της. Αν σκεφτείς ότι δε βρισκόμασταν άμεσα στην έναρξη του κόκκινου χρόνου αλλά συνήθως κάπου ενδιάμεσα, τα 7 λεπτά γίνονταν 3-4 κατά μέσο όρο. Επίσης δεν την έβλεπα κάθε μέρα, μπορώ να πω πως συναντιόμαστε 3-4 περίπου φορές τη βδομάδα. Αν αφαιρέσεις τις αργίες και τις άδειες που δεν μπορείς να τις καθορίσεις, αλλά είναι κάπου 30 ημέρες το χρόνο, αυτές σαφώς μειώνονταν. Τις απεργίες δεν τις βάζω μέσα, αφού μόλις ανακάλυψα ότι ποτέ δεν απεργεί, σταμάτησα κι εγώ με πόνο ψυχής, είναι αλήθεια, να εκφράζω τις συνδικαλιστικές μου εκδηλώσεις αυτής της μορφής. Συνέχιζα να πηγαίνω στις συνελεύσεις του κλάδου, αν και ελάχιστοι βρισκόμαστε πλέον εκεί, αλλά τους είχα προειδοποιήσει ότι δε θα συμμετέχω στις απεργίες για προσωπικούς, οικονομικούς λόγους που ποτέ δε θα τους εξηγήσω με λεπτομέρεια αφού κανείς δεν προσφέρθηκε να με ρωτήσει εξάλλου.
Άρα αν αφαιρέσεις τις 4 εβδομάδες που είπαμε μένουν 48 επί 3 ημέρες την εβδομάδα επί 4 λεπτά την ημέρα κάθε πρωινό, αφού στο σχόλασμα δεν συναντιόμασταν ποτέ - ή δεν συνέπιπταν οι χρόνοι μας ή επέλεγε άλλη διαδρομή ή απλά την έπαιρνε ο αγαπημένος της με το αυτοκίνητό του για κόσμους που ποτέ δε θα έβλεπα. Άθροισμα τελικό 576 λεπτά το χρόνο ή 9,6 ώρες ή το 40% μιας ολόκληρης ημέρας! Οι τετράλεπτες συναντήσεις μας αύριο φτάνουν τα δυόμιση χρόνια συνεχούς παρουσίας. Άρα πιθανοτικά αύριο συμπληρώνουμε 1 πλήρη ημέρα συναντήσεων ανάμεσα σε μένα και την οπτασία. Θα ήθελα με κάποιον τρόπο να το γιορτάσω αλλά βέβαια τι νόημα θα είχε μια τέτοια γιορτή αν δε συμμετείχε κι εκείνη; Θα μπορούσα αύριο το πρωί να έχω μαζί μου ένα μπουκέτο λουλούδια και να της πω χρόνια μας πολλά, να με κοιτάζει έκπληκτη και να μου πει πως δε γιορτάζει κάτι σήμερα ή βέβαια να τύχει να έχει τη γιορτή της, να τη λένε Άννα - αύριο είναι 9 του Δεκέμβρη - ή να είναι τα γενέθλιά της εντελώς τυχαία και να με ρωτήσει, με μεγαλύτερη έκπληξη αυτή τη φορά, πώς ξέρω το όνομά της ή πώς ήξερα πως γιορτάζει σήμερα και πως δε νομίζει πως γνωριζόμαστε από κάπου.
Βέβαια, ίσως όλα αυτά να είναι μάταιες σκέψεις αφού το πιθανότερο είναι να μην τη δω αύριο καθώς έχουμε συναντηθεί ήδη 4 φορές αυτή τη βδομάδα και αύριο είναι Σάββατο, τελευταία ευκαιρία μιας συνάντησης στο αγαπημένο μου φανάρι και οι πιθανότητές μου μοιάζουν να έχουν εξαντληθεί. Αν είχα κρατήσει αναλυτικό λογαριασμό των λεπτών που έχουμε βρεθεί, θα ήξερα αν και πόσα λεπτά λείπουν για να συμπληρωθούν τα 1440 λεπτά κομματάκια μιας ημέρας. Δε θα μπορούσα όμως να το έχω κάνει αυτό γιατί τις στιγμές που είναι εδώ μόνο αριθμούς και υπολογισμούς δεν μπορώ να σκεφτώ ο δύστυχος. Έτσι μάλλον θα αρκεστώ στην απλή πιθανότητα να τη συναντήσω και αν συμβεί αυτό, θα την ακολουθήσω μέχρι τη δουλειά της, ύστερα θα τρέξω στο κοντινότερο ανθοπωλείο και θα αγοράσω λουλούδια όμοια με το χρώμα των ρούχων της ? μακάρι να είχα το θάρρος να την είχα κοιτάξει στα μάτια για να επιλέξω το χρώμα των ματιών της ? και θα της τα προσφέρω με άγχος και προσμονή. Τι έχω να χάσω άλλωστε; Τίποτα δεν αλλάζει με μια απλή κίνηση καλής θέλησης. Το πολύ πολύ να μη δεχτεί ευγενικά την προσφορά μου, να με απορρίψει χαμογελώντας αμήχανα λέγοντας μου ένα συγκαταβατικό ευχαριστώ και πως λυπάται αλλά δεν μπορεί να δεχτεί λουλούδια από έναν άγνωστο.
Δυστυχώς, οι πιθανότητες έχουν παρασύρει το μυαλό μου και δεν αφήνω τα πράγματα να εξελιχθούν όπως θα πρέπει. Ερωτήσεις που σαφώς θα είχαν χάσει το νόημά τους αν απλά κοιτούσα με θάρρος την οπτασία και της έδινα υπόσταση, χρώμα στα μάτια και ήχο στη φωνή. Ψέματα, την ξέρω τη φωνή της, την έχω ακούσει να μιλάει στο τηλέφωνο εκεί, δίπλα στο φανάρι. Έλεγε πως έρχεται, απλά έχει κίνηση και το ρημάδι το φανάρι πάλι αργεί να ανάψει. Θυμάμαι πως τότε ήμουν έτοιμος να κάνω την υπέρβαση - μα τι υπέροχη φωνή ήταν αυτή; - ήμουν έτοιμος να μπω στη μέση του δρόμου και να σταματήσω την κίνηση, να της προσφέρω με μια υπόκλιση μια γέφυρα ανάμεσα στο μηχανοκίνητο ποτάμι που μας προσφέρει την ευκαιρία να στεκόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο. Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα κάτω αριστερά το πόδι της να χτυπά νευρικά και η καρδιά μου ήταν κάτω απ’ το παπούτσι της και την πατούσε χωρίς να το καταλαβαίνει. Στο δεξί της χέρι να σφίγγει το τηλέφωνο και μέσα της να αναρωτιέται αν τελικά ποτέ θα ανάψει το πράσινο. Ποτέ δεν άναψε.